Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
abridged
01
συντομευμένος, συνοπτικός
(a book, play, text, etc.) made shorter than the original by omitting some details
Λεξικό Δέντρο
unabridged
abridged
abridge
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
συντομευμένος, συνοπτικός
Λεξικό Δέντρο