LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Generic noun
/dʒənˈɛɹɪk nˈaʊn/
/dʒənˈɛɹɪk nˈaʊn/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "generic noun"
Generic noun
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a noun that does not specify either masculine or feminine gender
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
generic drug
generic
generator
generative grammar
generative
generic wine
generically
generosity
generous
generously
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App