Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Gelding
01
ευνούχος ίππος, ευνουχισμένο άλογο
a male equine, especially a horse, with its sex organs removed
Λεξικό Δέντρο
gelding
geld
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
ευνούχος ίππος, ευνουχισμένο άλογο
Λεξικό Δέντρο