Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Gatekeeper
01
φύλακας πύλης, θυρωρός
a person who guards or controls access to a gate or door, ensuring only authorized individuals can enter
Παραδείγματα
The gatekeeper checked everyone's identification before allowing them into the exclusive event.
Ο θυρωρός επαλήθευσε την ταυτότητα όλων πριν τους επιτρέψει να μπουν στην αποκλειστική εκδήλωση.
As a gatekeeper, his duty was to monitor the entrance and prevent unauthorized access.
Ως πυλωρός, το καθήκον του ήταν να επιτηρεί την είσοδο και να αποτρέπει την μη εξουσιοδοτημένη πρόσβαση.
02
πυλωρός, φύλακας πύλης
someone who controls access to something



























