Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Anglophobe
01
αγγλοφόβος, άτομο που έχει ισχυρή αποστροφή ή φόβο για την Αγγλία
a person who has a strong dislike or fear of England, English culture, and the English way of life
Παραδείγματα
As an Anglophobe, he refused to attend any event associated with British culture or heritage.
Ως αγγλοφόβος, αρνήθηκε να παραβρεθεί σε οποιαδήποτε εκδήλωση που σχετίζεται με τον βρετανικό πολιτισμό ή την κληρονομιά.
She could never understand the Anglophobe attitude of her friend, who rejected anything related to England.
Δεν μπορούσε ποτέ να καταλάβει τη αγγλοφοβική στάση της φίλης της, που απέρριπτε οτιδήποτε σχετικό με την Αγγλία.
Λεξικό Δέντρο
anglophobic
anglophobe



























