LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Gamesmanship
/ɡˈeɪmsmənʃˌɪp/
/ˈɡeɪmzmənˌʃɪp/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "gamesmanship"
Gamesmanship
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
the use of dubious (although not technically illegal) methods to win a game
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
games-mistress
games-master
gamer
gameplay
gamepad
gametangium
gamete
gametocyte
gametoecium
gametogenesis
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App