Fumigate
volume
British pronunciation/fjˈuːmɪɡˌe‍ɪt/
American pronunciation/ˈfjuməˌɡeɪt/

Ορισμός και Σημασία του "fumigate"

to fumigate
01

to use gas, smoke, or vapor to disinfect objects or remove any kind of bacteria, insects, etc.

download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store