Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to fumigate
01
καπνίζω, απολυμαίνω με καπνισμό
to use gas, smoke, or vapor to disinfect objects or remove any kind of bacteria, insects, etc.
Λεξικό Δέντρο
fumigation
fumigator
fumigate
fumig
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
καπνίζω, απολυμαίνω με καπνισμό
Λεξικό Δέντρο