Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Angiotensin
01
αγγειοτενσίνη, πεπτιδική ορμόνη που συστέλλει τα αιμοφόρα αγγεία και διεγείρει την απελευθέρωση αλδοστερόνης
a peptide hormone that constricts blood vessels and stimulates the release of aldosterone



























