Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Front line
01
γραμμή του μετώπου, πρώτη γραμμή
the area where opposing forces meet or engage, often in a military conflict
Παραδείγματα
The soldiers braved harsh conditions as they advanced to the front line during the battle.
Οι στρατιώτες αντιμετώπισαν σκληρές συνθήκες καθώς προχωρούσαν προς την πρώτη γραμμή κατά τη διάρκεια της μάχης.
The soldiers were positioned along the front line, guarding the border.
Οι στρατιώτες ήταν τοποθετημένοι κατά μήκος της πρώτης γραμμής, φρουρώντας τα σύνορα.
02
πρώτη γραμμή, γραμμή του μετώπου
the center of action or the most critical position in a struggle or activity
Παραδείγματα
Teachers are on the front line of the education crisis.
Οι δάσκαλοι βρίσκονται στην πρώτη γραμμή της εκπαιδευτικής κρίσης.
Healthcare workers were on the front line during the pandemic.
Οι εργαζόμενοι στον τομέα της υγείας ήταν στην πρώτη γραμμή κατά τη διάρκεια της πανδημίας.



























