LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Frizzly
/fɹˈɪzli/
/fɹˈɪzli/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "frizzly"
frizzly
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
having small, tight curls or a wiry, rough texture, often used to describe hair
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
frizzle
frizz
frivolousness
frivolously
frivolous
frizzy
frock
frock coat
froebel
froelichia
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App