Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
frightfully
01
τρομερά, φρικτά
used to strongly emphasize the degree or extent of something
Παραδείγματα
It 's frightfully cold outside today.
Έχει τρομερά κρύο έξω σήμερα.
The movie was frightfully boring, I nearly fell asleep.
Η ταινία ήταν τρομερά βαρετή, σχεδόν κοιμήθηκα.
Λεξικό Δέντρο
frightfully
frightful
fright



























