Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
anew
Παραδείγματα
They decided to approach the project anew after facing challenges.
Αποφάσισαν να προσεγγίσουν το έργο ξανά μετά από αντιμετώπιση προκλήσεων.
She began the novel anew, rewriting the opening chapter.
Ξεκίνησε το μυθιστόρημα από την αρχή, ξαναγράφοντας το πρώτο κεφάλαιο.
02
ξανά, από την αρχή
from the beginning again, often after a failure or interruption
Παραδείγματα
After the divorce, she decided to begin her life anew.
Μετά το διαζύγιο, αποφάσισε να ξεκινήσει τη ζωή της από την αρχή.
The team failed the first time but vowed to try anew.
Η ομάδα απέτυχε την πρώτη φορά αλλά υποσχέθηκε να προσπαθήσει ξανά.



























