LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Frazzle
/fɹˈæzəl/
/ˈfɹæzəɫ/
Noun (1)
Verb (2)
Ορισμός και Σημασία του "frazzle"
Frazzle
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a state of extreme exhaustion
to frazzle
ΡΉΜΑ
01
exhaust physically or emotionally
02
wear away by rubbing
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
frayed cord
frayed
fray at the edges
fray
fraxinus velutina
frazzled
freak
freak folk
freak out
freakish
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App