LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Foul up
/fˈaʊl ˈʌp/
/fˈaʊl ˈʌp/
Verb (1)
Ορισμός και Σημασία του "foul up"
to foul up
[phrase form: foul]
ΡΉΜΑ
01
to make a mistake
Παράδειγμα
The
quarterback
fouled up
the
play
,
leading
to
a
turnover
.
I
accidentally
fouled up
the
schedule
,
causing
delays
in
the
project
.
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App