LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Fossilize
/fˈɒsəlˌaɪz/
/ˈfɑsəˌɫaɪz/
fossilise
Verb (3)
Ορισμός και Σημασία του "fossilize"
to fossilize
ΡΉΜΑ
01
convert to a fossil
02
achieved without bloodshed
03
become mentally inflexible
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
fossilization
fossilist
fossiliferous
fossil oil
fossil fuel
fossilized
fossilology
fossorial
fossorial foot
fossorial mammal
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App