Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Forebear
01
πρόγονος, προπάτορας
an ancestor or a person from whom one is descended, typically from earlier generations
Παραδείγματα
His forebears came from Ireland and settled in America in the 19th century.
Οι πρόγονοί του ήρθαν από την Ιρλανδία και εγκαταστάθηκαν στην Αμερική τον 19ο αιώνα.
She took pride in learning about her forebears who had fought in the war.
Ήταν περήφανη που έμαθε για τους προγόνους της που είχαν πολεμήσει στον πόλεμο.
Λεξικό Δέντρο
forebear
fore
bear



























