Fooling
volume
British pronunciation/fˈuːlɪŋ/
American pronunciation/ˈfuɫɪŋ/

Ορισμός και Σημασία του "fooling"

01

characterized by a feeling of irresponsibility

word family

fool

fool

Verb

fooling

Adjective
example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store