Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
flight simulator
/flˈaɪt sˈɪmjʊlˌeɪɾɚ/
/flˈaɪt sˈɪmjʊlˌeɪtə/
Flight simulator
01
προσομοιωτής πτήσης, αεροπορικός προσομοιωτής
a device or software that replicates the experience of flying an aircraft, used for training pilots or entertainment purposes
Παραδείγματα
The trainee practiced landing techniques on the flight simulator.
Ο εκπαιδευόμενος εξασκήθηκε σε τεχνικές προσγείωσης στον προσομοιωτή πτήσης.
Advanced flight simulators are essential tools for pilot training.
Τα προηγμένα προσομοιωτήρια πτήσης είναι απαραίτητα εργαλεία για την εκπαίδευση πιλότων.



























