LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Flesh-eating
/flˈɛʃˈiːtɪŋ/
/flˈɛʃˈiːɾɪŋ/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "flesh-eating"
flesh-eating
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
(of animals) carnivorous
word family
flesh-eating
flesh-eating
Adjective
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
flesh-coloured
flesh-colored
flesh wound
flesh out
flesh fly
fleshed out
fleshiness
fleshly
fleshy
fletching
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App