Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Fiver
01
χαρτονόμισμα πέντε δολαρίων, ένα πεντάδollarο
a piece of paper money worth five dollars that you can use to buy things
Παραδείγματα
He handed the cashier a fiver and waited for his change.
Έδωσε στον ταμία ένα πεντάδλαρο χαρτονόμισμα και περίμενε τα ρέστα του.
She found a fiver in her coat pocket, which was a pleasant surprise.
Βρήκε ένα πενταδόλαρο στην τσέπη του παλτό της, που ήταν μια ευχάριστη έκπληξη.



























