Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Fire warden
01
δασοφύλακας, υπεύθυνος προστασίας δασών
an official who is responsible for managing and protecting an area of forest
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
δασοφύλακας, υπεύθυνος προστασίας δασών