Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Fifty percent
01
πενήντα τοις εκατό, το μισό
one of the two equal parts of something conveyed using percentages
Παραδείγματα
The store is offering a fifty percent discount on all summer clothing items during the sale.
Το κατάστημα προσφέρει έκπτωση πενήντα τοις εκατό σε όλα τα ειδη καλοκαιρινής ένδυσης κατά τη διάρκεια της έκπτωσης.
She received a fifty percent scholarship to attend the university, significantly reducing her tuition costs.
Λάμβανε υποτροφία πενήντα τοις εκατό για να φοιτήσει στο πανεπιστήμιο, μειώνοντας σημαντικά τα δίδακτρά της.



























