LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Abm
/ˈabəm/
/ˈæbəm/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "abm"
Abm
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a defensive missile designed to shoot down incoming intercontinental ballistic missiles
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
ably
ablutionary
ablution
abls
abloom
abnegate
abnegation
abnegator
abney level
abnormal
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App