Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
festive
01
γιορτινός, χαρούμενος
fitting for celebrations or cheerful occasions
Παραδείγματα
The house was decorated in a festive manner, with colorful lights and ornaments during the holiday season.
Το σπίτι ήταν διακοσμημένο με εορταστικό τρόπο, με πολύχρωμα φώτα και διακοσμητικά κατά τη διάρκεια των διακοπών.
The atmosphere in the town square became festive as people gathered for the annual carnival.
Η ατμόσφαιρα στην πλατεία της πόλης έγινε γιορτινή καθώς οι άνθρωποι συγκεντρώθηκαν για το ετήσιο καρναβάλι.
Λεξικό Δέντρο
festive
fest



























