LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Feosol
/fˈiːsɒl/
/fˈiːsɑːl/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "feosol"
Feosol
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
trade name of a drug rich in iron; used to treat some kinds of anemia
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
feoff
feodor mikhailovich dostoyevsky
feodor mikhailovich dostoevsky
feodor mikhailovich dostoevski
feodor dostoyevsky
fer-de-lance
feral
feral man
ferber
fere phenomenon
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App