Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Feeder
01
ζώο παχυντικής διατροφής, ζώο κατάλληλο για παχυντική διατροφή
an animal being fattened or suitable for fattening
02
ταΐστρα, τροφοδότης
an animal that feeds on a particular source of food
03
τροφοδότης, αυτόματος τροφοδότης
a machine that automatically provides a supply of some material
04
ταΐστρα, συσκευή τροφοδοσίας για τα άγρια πτηνά
an outdoor device that supplies food for wild birds
05
παραπόταμος, κανάλι τροφοδοσίας
a smaller channel or stream that flows into a larger body of water, particularly used in reference to canals or water distribution systems
Παραδείγματα
The feeder supplied water to the main irrigation system.
Ο τροφοδότης παρείχε νερό στο κύριο σύστημα άρδευσης.
Engineers constructed a feeder to divert excess rainwater away from the city.
Οι μηχανικοί κατασκεύασαν ένα τροφοδότη για να απομακρύνουν το πλεονάζον νερό βροχής από την πόλη.
06
τρώγων, καταναλωτής
someone who consumes food for nourishment
Λεξικό Δέντρο
feeder
feed



























