Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
faucial tonsil
/fˈɔːʃəl tˈɑːnsəl/
/fˈɔːʃəl tˈɒnsəl/
Faucial tonsil
01
αμυγδαλή φάρυγγα, αμυγδαλή υπερώας
either of two masses of lymphatic tissue one on each side of the oral pharynx
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
αμυγδαλή φάρυγγα, αμυγδαλή υπερώας