Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to famish
01
πεθαίνω από πείνα, χάνω τη ζωή μου λόγω έλλειψης τροφής
die of food deprivation
02
λιμοκτονώ, πεινάω απίστευτα
to be very hungry
Παραδείγματα
After hours of hiking, they began to famish and were desperate for food.
Μετά από ώρες πεζοπορίας, άρχισαν να λιμοκτονούν και ήταν απελπισμένοι για φαγητό.
She felt herself start to famish during the long meeting, wishing for a snack.
Ένιωσε ότι άρχισε να πεινάει αφόρητα κατά τη διάρκεια της μακράς συνάντησης, ευχόμενη για ένα σνακ.
03
λιμοκτονώ, υποβάλλω σε πείνα
to make someone suffer severely from hunger
Παραδείγματα
The lack of food supplies during the war would famish many civilians, leading to desperate conditions.
Η έλλειψη τροφίμων κατά τη διάρκεια του πολέμου θα λιμοκτονούσε πολλούς πολίτες, οδηγώντας σε απελπιστικές συνθήκες.
The government ’s inability to distribute food effectively would famish thousands of people.
Η ανικανότητα της κυβέρνησης να διανείμει τρόφιμα αποτελεσματικά θα πεινούσε χιλιάδες ανθρώπους.
Λεξικό Δέντρο
famished
famishment
famish



























