LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Amnic
/ˈamnɪk/
/ˈæmnɪk/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "amnic"
amnic
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
of or related to the amnion or characterized by developing an amnion
word family
amnic
amnic
Adjective
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
amnesty
amnestic aphasia
amnestic
amnesic aphasia
amnesic
amnio
amniocentesis
amnion
amnionic
amnionic fluid
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App