Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Amnesia
01
αμνησία
a severe medical condition that leads to partial or complete loss of memory
Παραδείγματα
After the car accident she experienced temporary amnesia and could not remember the afternoon before the crash.
Μετά το αυτοκινητιστικό ατύχημα, υπέστη προσωρινή αμνησία και δεν μπορούσε να θυμηθεί το απόγευμα πριν από το ατύχημα.
The neurologist explained that his amnesia made it hard to learn new names, though long‑term memories remained intact.
Ο νευρολόγος εξήγησε ότι η αμνησία του καθιστούσε δύσκολη την εκμάθηση νέων ονομάτων, αν και οι μακροπρόθεσμες αναμνήσεις παρέμεναν ανέπαφες.



























