LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Eyes
/ˈaɪz/
/ˈaɪz/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "eyes"
Eyes
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
opinion or judgment
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
eyepiece
eyepatch
eyeliner
eyeline match
eyelike
eyes are bigger than stomach
eyes are on stalks
eyes are the windows of the soul
eyes like a hawk
eyes-only
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App