LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Experimenter
/ɛkspˈɛɹɪməntɐ/
/ɪkˈspɛɹəˌmɛntɝ/
Noun (2)
Ορισμός και Σημασία του "experimenter"
Experimenter
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a research worker who conducts experiments
02
a person who enjoys testing innovative ideas
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
experimentation
experimentally
experimentalism
experimental variable
experimental theater
experimenter bias
expert
expert witness
expertise
expertly
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App