experimenble
ex
ɛks
εκσ
pe
ˌpɛ
πε
ri
ρι
men
ˈmɛn
μεν
ble
bəl
μπαλ
British pronunciation
/ɛkspˌɛɹɪmˈɛntəl vˈeəɹɪəbəl/

Ορισμός και σημασία του "experimental variable"στα αγγλικά

Experimental variable
01

πειραματική μεταβλητή, πειραματικός παράγοντας

a factor or condition that is deliberately changed in an experiment to observe its effect on the outcome
example
Παραδείγματα
In the plant growth experiment, the amount of sunlight was the experimental variable, varying to observe its impact on plant development.
Στο πείραμα ανάπτυξης φυτών, η ποσότητα του ηλιακού φωτός ήταν η πειραματική μεταβλητή, που ποικίλλει για να παρατηρηθεί η επίδρασή της στην ανάπτυξη των φυτών.
Researchers manipulated the temperature as the experimental variable to study its influence on enzyme activity in the laboratory.
Οι ερευνητές χειρίστηκαν τη θερμοκρασία ως πειραματική μεταβλητή για να μελετήσουν την επιρροή της στη δραστηριότητα των ενζύμων στο εργαστήριο.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store