Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Exorcism
01
εξορκισμός, απελευθέρωση
the religious or spiritual practice of driving out evil spirits or entities from a person or place
Παραδείγματα
The priest performed an exorcism to rid the house of spirits.
Ο ιερέας πραγματοποίησε μια εξορκισμό για να απαλλάξει το σπίτι από πνεύματα.
The family sought an exorcism for their possessed daughter.
Η οικογένεια ζήτησε εξορκισμό για την одержимую κόρη τους.
Λεξικό Δέντρο
exorcism
exorc



























