LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Excitable area
/ɛksˈaɪtəbəl ˈeəɹiə/
/ɛksˈaɪɾəbəl ˈɛɹiə/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "excitable area"
Excitable area
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
the cortical area that influences motor movements
word family
excitable area
excitable area
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
excitable
excitability
excision
exciseman
excise tax
excitableness
excitant
excitation
excitative
excitatory
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App