Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
eugenic
01
ευγενικός, σχετικός με την ευγονική
relating to or causing improvements of the properties of seeds or infants
Λεξικό Δέντρο
eugenic
eugen
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
ευγενικός, σχετικός με την ευγονική
Λεξικό Δέντρο