Estriol
volume
British pronunciation/ˈɛstɹɪˌɒl/
American pronunciation/ˈɛstɹɪˌɑːl/

Ορισμός και Σημασία του "estriol"

01

a naturally occurring estrogenic hormone; a synthetic form is used to treat estrogen deficiency

example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store