LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Estivate
/ˈɛstɪvˌeɪt/
/ˈɛstᵻvˌeɪt/
Verb (1)
Ορισμός και Σημασία του "estivate"
to estivate
ΡΉΜΑ
01
sleep during summer
hibernate
word family
estivate
estivate
Verb
estivation
Noun
estivation
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
estival
estimator
estimation
estimated time of departure
estimated time of arrival
estivation
estonia
estonian
estoppel
estradiol
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App