LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Estimator
/ˈɛstɪmˌeɪtɐ/
/ˈɛstɪˌmeɪtɝ/, /ɛˈstɪmətɝ/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "estimator"
Estimator
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
an expert at calculation (or at operating calculating machines)
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
estimation
estimated time of departure
estimated time of arrival
estimated tax return
estimated tax
estival
estivate
estivation
estonian
estoppel
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App