LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Erectness
/ɪɹˈɛktnəs/
/ɪɹˈɛktnəs/
Noun (2)
Ορισμός και Σημασία του "erectness"
Erectness
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
the property of being upright in posture
02
position at right angles to the horizon
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
erectly
erection
erecting prism
erecting
erectile tissue
eremite
eremitic
eremitical
eremitism
eresh-kigal
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App