Equivocator
volume
British pronunciation/ɪkwˈɪvəkˌe‍ɪtɐ/
American pronunciation/ɪkwˈɪvəkˌeɪɾɚ/

Ορισμός και Σημασία του "equivocator"

01

a respondent who avoids giving a clear direct answer

word family

equivocal

equivocal

Adjective

equivocate

Verb

equivocator

Noun
example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store