Entailment
volume
British pronunciation/ɛntˈeɪlmənt/
American pronunciation/ɛntˈeɪlmənt/

Ορισμός και Σημασία του "entailment"

01

something that is inferred (deduced or entailed or implied)

word family

entail

entail

Verb

entailment

Noun
example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store