Enlisting
volume
British pronunciation/ɛnlˈɪstɪŋ/
American pronunciation/ɛnˈɫɪstɪŋ/, /ɪnˈɫɪstɪŋ/

Ορισμός και Σημασία του "enlisting"

01

the act of getting recruits; enlisting people for the army (or for a job or a cause etc.)

example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store