LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Enlil
/ɛnlˈɪl/
/ɛnlˈɪl/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "enlil"
Enlil
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
god of the air and king of the Sumerian gods
word family
enlil
enlil
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
enlightenment
enlightening
enlightened
enlighten
enlarger
enlist
enlisted man
enlisted officer
enlisted woman
enlistee
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App