LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Endowment fund
/ɛndˈaʊmənt fˈʌnd/
/ɛndˈaʊmənt fˈʌnd/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "endowment fund"
Endowment fund
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
the capital that provides income for an institution
word family
endowment fund
endowment fund
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
endowment
endowed
endow
endovenous
endotracheal tube
endowment insurance
endozoic
endpaper
endplate
endpoint
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App