Endowed
volume
British pronunciation/ɛndˈa‍ʊd/
American pronunciation/ɛnˈdaʊd/

Ορισμός και Σημασία του "endowed"

01

provided or supplied or equipped with (especially as by inheritance or nature)

example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store