Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Endangered species
01
απειλούμενο είδος, είδος σε κίνδυνο εξαφάνισης
a type of animal or plant that is at risk of becoming extinct
Παραδείγματα
The panda is one of the most well-known endangered species.
Η πάντα είναι ένα από τα πιο γνωστά απειλούμενα είδη.
Many organizations work to save endangered species from extinction.
Πολλοί οργανισμοί εργάζονται για τη διάσωση απειλούμενων ειδών από την εξαφάνιση.



























