Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
encyclopedic
/ɛnsˌaɪkləʊpˈiːdɪk/
encyclopedic
01
εγκυκλοπαιδικός
containing extensive information covering a wide range of topics or subjects
Παραδείγματα
His encyclopedic knowledge of history allowed him to answer any question on the subject.
Η εγκυκλοπαιδική γνώση της ιστορίας του του επέτρεψε να απαντήσει σε οποιαδήποτε ερώτηση σχετικά με το θέμα.
Her encyclopedic understanding of literature spans multiple genres and time periods.
Η εγκυκλοπαιδική της κατανόηση της λογοτεχνίας καλύπτει πολλά είδη και χρονικές περιόδους.
Λεξικό Δέντρο
encyclopedic
encyclopedia



























