Enclosing
volume
British pronunciation/ɛnklˈə‍ʊzɪŋ/
American pronunciation/ɛnˈkɫoʊzɪŋ/

Ορισμός και Σημασία του "enclosing"

01

the act of enclosing something inside something else

example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store