LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Empirical research
/ɛmpˈɪɹɪkəl ɹɪsˈɜːtʃ/
/ɛmpˈɪɹɪkəl ɹɪsˈɜːtʃ/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "empirical research"
Empirical research
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
an empirical search for knowledge
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
empirical formula
empirical
empiric
empire state building
empire state
empirically
empiricism
empiricist
empiricist philosophy
emplace
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App